σκανδαλώδης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σκανδαλώδης | η | σκανδαλώδης | το | σκανδαλώδες |
| γενική | του | σκανδαλώδους | της | σκανδαλώδους | του | σκανδαλώδους |
| αιτιατική | τον | σκανδαλώδη | τη | σκανδαλώδη | το | σκανδαλώδες |
| κλητική | σκανδαλώδη(ς) | σκανδαλώδης | σκανδαλώδες | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σκανδαλώδεις | οι | σκανδαλώδεις | τα | σκανδαλώδη |
| γενική | των | σκανδαλωδών | των | σκανδαλωδών | των | σκανδαλωδών |
| αιτιατική | τους | σκανδαλώδεις | τις | σκανδαλώδεις | τα | σκανδαλώδη |
| κλητική | σκανδαλώδεις | σκανδαλώδεις | σκανδαλώδη | |||
| Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- σκανδαλώδης < μεσαιωνική ελληνική σκανδαλώδης (παρόμοια σημασία) < ελληνιστική κοινή σκανδαλώδης < σκάνδαλον
Συγγενικά
- σκανδαλωδώς
- → δείτε τη λέξη σκάνδαλο
Μεταφράσεις
σκανδαλώδης
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.