χένα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χένα οι χένες
      γενική της χένας των χενών
    αιτιατική τη χένα τις χένες
     κλητική χένα χένες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Χένα σε μορφή σκόνης

Ετυμολογία

χένα < από την αγγλική λέξη henna ή από τη γαλλική henné < από την αραβική λέξη الحناء (προφορά: al-ḥinnā´)

Ουσιαστικό

χένα θηλυκό (παλιότερα χέννα και κύπρος ή κύπρινον)

  1. το φυτό και η χρωστική ουσία που βγαίνει από αυτό και που λεγόταν στην Ελλάδα κύπρος (ταξινομημένο τώρα ως Lawsonia inermis) και που πωλείται σε μορφή σκόνης για βαφή κυρίως των μαλλιών
  2. τατουάζ και βαφή δερμάτων και μάλλινων ή άλλων υφασμάτων

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.