χένα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | χένα | οι | χένες |
| γενική | της | χένας | των | χενών |
| αιτιατική | τη | χένα | τις | χένες |
| κλητική | χένα | χένες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Χένα σε μορφή σκόνης
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
χένα θηλυκό (παλιότερα χέννα και κύπρος ή κύπρινον)
Μεταφράσεις
χένα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.