henna

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

henna (en)

  1. το φυτό και η βαφή χένα

Δανικά (da)

Ουσιαστικό

henna (da)

  1. το φυτό και η βαφή χένα

Ισπανικά (es)

Ουσιαστικό

henna (es) και alheña, arjeña, jena

  1. το φυτό και η βαφή χένα

Πολωνικά (pl)

Ουσιαστικό

henna (pl)

  1. το φυτό και η βαφή χένα

Πορτογαλικά (pt)

Ουσιαστικό

henna (pt)

  1. το φυτό και η βαφή χένα

Τσεχικά (cs)

Ουσιαστικό

henna (cs)

  1. το φυτό και η βαφή χένα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.