χάνι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | χάνι | τα | χάνια |
| γενική | του | χανιού | των | χανιών |
| αιτιατική | το | χάνι | τα | χάνια |
| κλητική | χάνι | χάνια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χάνι < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική خان (τουρκική han) + -ι < περσική خان (xân, πανδοχείο, καραβανσεράι) < μέση περσική hʾn' (xān, σπίτι) (σύγχρονο خانه) < → και δείτε 𐭡𐭩𐭲𐭠 στο αγγλικό Βικιλεξικό.
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈxa.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χά‐νι
- ομόηχο: χάνει
Ουσιαστικό
χάνι ουδέτερο
- χώρος για την υποδοχή και τη διανυκτέρευση ταξιδιωτών και των ζώων τους
- ※ Είναι μεγάλη ντροπή, είπε, να μένετε στο χάνι, σα να μην είχε ανθρώπους το χωριό. (Νίκος Καζαντζάκης Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά (1946) [μυθιστόρημα])
- ≈ συνώνυμα: πανδοχείο
- (μειωτικό) ξενοδοχείο βρώμικο, ή χωρίς καμία άνεση
Πηγές
- χάνι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.