καραβανσεράι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | καραβανσεράι | τα | καραβανσεράγια |
| γενική | του | καραβανσεραγιού | των | καραβανσεραγιών |
| αιτιατική | το | καραβανσεράι | τα | καραβανσεράγια |
| κλητική | καραβανσεράι | καραβανσεράγια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τσάι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
καραβανσεράι ουδέτερο
- πανδοχείο στο οποίο σταματούσαν οι έμποροι των καραβανιών για ξεκούραση και ασφάλεια
Αναφορές
- καραβανσεράι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.