τεμπελχανείο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τεμπελχανείο τα τεμπελχανεία
      γενική του τεμπελχανείου των τεμπελχανείων
    αιτιατική το τεμπελχανείο τα τεμπελχανεία
     κλητική τεμπελχανείο τεμπελχανεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τεμπελχανείο < τεμπελχαν(άς) + -είο

Προφορά

ΔΦΑ : /tem.bel.xaˈni.o/

Ουσιαστικό

τεμπελχανείο ουδέτερο

  1. (σκωπτικό) τόπος, μέρος με πολλούς τεμπέληδες
  2. παρέα ανθρώπων που τεμπελιάζουν
  3. τεμπελιά
  4. ίδρυμα όπου τεμπέληδες ζουν από φιλανθρωπίες. Ως τέτοιο θεωρήθηκε από πολλούς το Ιμαρέτ της Καβάλας
    Ἐγνώριζε καὶ τὴν ἄλλην διήγησιν διὰ τὸ τεμπελχανειό, τὸ ὁποῖον ἵδρυσε, λέγουν, ὁ Μεχμεταλὴς εἰς τὴν πατρίδα του Καβάλαν (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Τα Χριστούγεννα του τεμπέλη)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.