χαντζής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | χαντζής | οι | χαντζήδες |
| γενική | του | χαντζή | των | χαντζήδων |
| αιτιατική | τον | χαντζή | τους | χαντζήδες |
| κλητική | χαντζή | χαντζήδες | ||
| Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χαντζής < χανιτζής με συγκοπή του "ι"
Προφορά
- ΔΦΑ : /xanˈd͡zis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Χα‐ντζής
Συγγενικά
- Χαντζής (επώνυμο)
Μεταφράσεις
χαντζής
|
→ δείτε τη λέξη χανιτζής |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.