χάλκωμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χάλκωμα τα χαλκώματα
      γενική του χαλκώματος των χαλκωμάτων
    αιτιατική το χάλκωμα τα χαλκώματα
     κλητική χάλκωμα χαλκώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χάλκωμα < αρχαία ελληνική χάλκωμα

Ουσιαστικό

χάλκωμα ουδέτερο

  1. σκεύος από χαλκό
  2. (λαογραφία) η προίκα των κοριτσιών, με βασικό κομμάτι τα χάλκινα σκεύη, τα κουζινικά

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

χάλκωμα < χαλκός

Ουσιαστικό

χάλκωμα ουδέτερο και χάλχωμα

  1. ο,τιδήποτε από χαλκό (τσουκάλι, όργανο μουσικής, εργαλείο, όπλο, ασπίδα)
  2. το χάλκινο τμήμα ενός αντικειμένου (π.χ. της λύρας) συχνά σε αντιπαραβολή προς "τό ξύλον" (δηλαδή τα ξύλινα μέρη του ίδιου αντικειμένου)
  3. το επιχαλκωμένο τμήμα αντικειμένου (π.χ. της ασπίδας)
  4. ακρόπρωρο του πλοίου και μεταλλικό έμβολο
  5. δίσκος, πινάκιο από χαλκό ή τετράγωνο φύλλο χαλκού για καταγραφή αρχείων ή σημειώσεων (ελληνιστική εποχή)


Συνώνυμα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.