χαλκίον
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- χαλκίον < χαλκός
Ουσιαστικό
χαλκίον ουδέτερο
- άλλη μορφή της λέξης χαλκεῖον στη σημασία του αντικειμένου από χαλκό (όχι του χαλκουργείου)
- ευτελές νόμισμα, μικρής αξίας, είδος μεταλλικού εισιτηρίου που έφερε το όνομα του δικαστηρίου για τους δικαστές που κληρώνονταν
- κύμβαλο
- τὸ Δωδωναῖον χαλκίον
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.