φωτο-

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

φωτο- < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική φωτο- (φῶς, τοῦ φωτός). Για τους σύγχρονους όρους και την τέχνη της φωτογραφίας, λόγιο ενδογενές δάνειο: διαγλωσσική ορολογία photo-.[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /fo.to/

Πρόθημα

φωτο-

Συγγενικά

  • -φωτος
  •  και δείτε τη λέξη φως

Σύνθετα

  • Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα φωτο- στο Βικιλεξικό
  • Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα φωτό- στο Βικιλεξικό
  • Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα φωτ- στο Βικιλεξικό

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.