φωτόμετρο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φωτόμετρο τα φωτόμετρα
      γενική του φωτόμετρου
& φωτομέτρου
των φωτόμετρων
& φωτομέτρων
    αιτιατική το φωτόμετρο τα φωτόμετρα
     κλητική φωτόμετρο φωτόμετρα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φωτόμετρο < λόγιο ενδογενές δάνειο: photomètre[1] < αρχαία ελληνική φῶς + μέτρον

Ουσιαστικό

φωτόμετρο ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.