φωτογένεια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | φωτογένεια | οι | φωτογένειες |
| γενική | της | φωτογένειας | των | φωτογενειών |
| αιτιατική | τη | φωτογένεια | τις | φωτογένειες |
| κλητική | φωτογένεια | φωτογένειες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φωτογένεια < φωτογενής
Ουσιαστικό
φωτογένεια θηλυκό (ο πληθυντικός αδόκιμος)
- η ιδιότητα κάποιου να βγαίνει όμορφος στις φωτογραφίες, ίσως και πιο όμορφος από την πραγματικότητα
- φαίνεσαι πολύ ωραίος σε αυτές τις φωτογραφίες, νομίζω ότι έχεις φωτογένεια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.