φωτοδότης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φωτοδότης οι φωτοδότες
      γενική του φωτοδότη των φωτοδοτών
    αιτιατική τον φωτοδότη τους φωτοδότες
     κλητική φωτοδότη φωτοδότες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φωτοδότης < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή φωτοδότης < φωτο- + -δότης

Ουσιαστικό

φωτοδότης αρσενικό θηλυκό φωτοδότρα, φωτοδότρια)

  • (και ως επίθετο) που δίνει φως
    ο φωτοδότης ήλιος

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική φωτοδότης οἱ φωτοδόται
      γενική τοῦ φωτοδότου τῶν φωτοδοτῶν
      δοτική τῷ φωτοδότ τοῖς φωτοδόταις
    αιτιατική τὸν φωτοδότην τοὺς φωτοδότᾱς
     κλητική ! φωτοδότ φωτοδόται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  φωτοδότ
γεν-δοτ τοῖν  φωτοδόταιν
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φωτοδότης < φωτο- + -δότης

Ουσιαστικό

φωτοδότης αρσενικό (θηλυκό φωτοδότις)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.