φωτοδίοδος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | φωτοδίοδος | οι | φωτοδίοδοι (φωτοδίοδες) |
| γενική | της | φωτοδιόδου | των | φωτοδιόδων |
| αιτιατική | τη | φωτοδίοδο | τις | φωτοδιόδους (φωτοδίοδες) |
| κλητική | φωτοδίοδε (φωτοδίοδο) | φωτοδίοδοι (φωτοδίοδες) | ||
| Κατηγορία όπως «διάμετρος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φωτοδίοδος < αγγλική photodiode < αρχαία ελληνική φωτο- (<φῶς) + δίοδος (<διά + ὁδός)
Ουσιαστικό
φωτοδίοδος θηλυκό
Μεταφράσεις
φωτοδίοδος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.