LED
Αγγλικά (en)
Ετυμολογία
- LED < light-emitting diode
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɛl.iːˈdiː/
Ουσιαστικό
LED (en)
- (τεχνολογία) (νεολογισμός) φωτοδίοδος
- Με το Νόμπελ Φυσικής τιμήθηκαν από την Σουηδική Βασιλική Ακαδημία Επιστημών οι Ιάπωνες Ισάμου Ακασάκι και Χιρόσι Αμάνο και ο Αμερικανός Σούτζι Νακαμούρα. Οι τρεις επιστήμονες βραβεύτηκαν για την ανακάλυψη των διόδων εκπομπής φωτός (LED), μια νέα αποδοτική ενεργειακά και φιλική για το περιβάλλον πηγή φωτός. (*)
- Και πραγματικά οι φωτοδίοδοι ή δίοδοι εκπομπής φωτός, πιο γνωστές σε όλους μας ως LED, εκπλήρωσαν τις υποσχέσεις τους και με το παραπάνω βελτιώνοντας συνεχώς την ποιότητά τους. (*)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.