φυτώριο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | φυτώριο | τα | φυτώρια |
| γενική | του | φυτώριου & φυτωρίου |
των | φυτώριων & φυτωρίων |
| αιτιατική | το | φυτώριο | τα | φυτώρια |
| κλητική | φυτώριο | φυτώρια | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φυτώριο < (ελληνιστική κοινή) φυτώριον (3. (σημασιολογικό δάνειο) αγγλική seminary)

Φυτώριο σε αυλή.
Ουσιαστικό
φυτώριο ουδέτερο
- τμήμα γης στο οποίο φυτεύονται και αναπτύσσονται φυτά μέχρι να μπορούν να μεταφυτευτούν
- (κατ’ επέκταση) η επιχείρηση η οποία διαθέτει τον αντίστοιχο χώρο και εμπορεύεται νεαρά φυτά
- (μεταφορικά) χαρακτηρισμός του χώρου από τον οποίο βγαίνουν άτομα ειδικευμένα σε κάποια δραστηριότητα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.