φυτώριον

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ φυτώριον τὰ φυτώρι
      γενική τοῦ φυτωρίου τῶν φυτωρίων
      δοτική τῷ φυτωρί τοῖς φυτωρίοις
    αιτιατική τὸ φυτώριον τὰ φυτώρι
     κλητική ! φυτώριον φυτώρι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  φυτωρίω
γεν-δοτ τοῖν  φυτωρίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φυτώριον (ελληνιστική κοινή) < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

φυτώριον ουδέτερο

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.