φυτώριον
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | φυτώριον | τὰ | φυτώριᾰ | ||||
| γενική | τοῦ | φυτωρίου | τῶν | φυτωρίων | ||||
| δοτική | τῷ | φυτωρίῳ | τοῖς | φυτωρίοις | ||||
| αιτιατική | τὸ | φυτώριον | τὰ | φυτώριᾰ | ||||
| κλητική ὦ! | φυτώριον | φυτώριᾰ | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | φυτωρίω | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | φυτωρίοιν | ||||||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- φυτώριον (ελληνιστική κοινή) < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
φυτώριον ουδέτερο
- (ελληνιστική κοινή) → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
- άλλη γραφή: φυτώρειον
Πηγές
- φυτώριον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.