φυτρωμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φυτρωμένος η φυτρωμένη το φυτρωμένο
      γενική του φυτρωμένου της φυτρωμένης του φυτρωμένου
    αιτιατική τον φυτρωμένο τη φυτρωμένη το φυτρωμένο
     κλητική φυτρωμένε φυτρωμένη φυτρωμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φυτρωμένοι οι φυτρωμένες τα φυτρωμένα
      γενική των φυτρωμένων των φυτρωμένων των φυτρωμένων
    αιτιατική τους φυτρωμένους τις φυτρωμένες τα φυτρωμένα
     κλητική φυτρωμένοι φυτρωμένες φυτρωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

φυτρωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου φυτρώνω

Μετοχή

φυτρωμένος -η -ο

  1. που έχει φυτευτεί και έχει φυτρώσει
  2. που έχει βγάλει φύτρες
    Οι πατάτες σου είναι φυτρωμένες πια, μην τις φας.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.