φυτρώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- φυτρώνω < φύτρα
Ρήμα
φυτρώνω
- (για σπόρο φυτού) βγάζω ρίζες και αρχίζω να αναπτύσσομαι και να μεγαλώνω ως οργανισμός
- (για φυτό) εμφανίζομαι (μέσα) από το έδαφος και αρχίζω να μεγαλώνω
- (μεταφορικά, για άνθρωπο) εμφανίζομαι, πετάγομαι, αναμιγνύομαι απρόσμενα
- ↪ Μη φυτρώνεις εκεί που δε σε σπέρνουν!
Εκφράσεις
- φυτρώνει εκεί που δεν τον σπέρνουν
- (ξε)φυτρώνουν σαν (τα) μανιτάρια
Συγγενικά
Σύνθετα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.