φυταλιά
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ουσιαστικό
ἡ φυταλιά, τῆς φυταλιᾶς (ιωνικός τύπος, ἡ φυσσ-ιή, τῆς φυσσιῆς)
- στα ομηρικά χρόνια ο δενδρόκηπος και ο αμπελώνας, όρος που χρησιμοποιείτο και σε αντιδιαστολή προς το σιτοβολώνα
- φυταλιὴ καρποῖο μελίφρονος (γη καλλιεργημένη για γλυκούς καρπούς)
- το τελευταίο εποχικό περιθώριο για να φυτευτεί κάτι
- το φυτώριο, η φυτεία, το φυτό αυτό καθαυτό
- φυταλιά τῆς ἰδίας (της Αθηνάς) (δηλαδή η ελιά)
- φυταλιά καλάμου
- φυταλιά αμπέλου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.