φυσιογνωμική

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φυσιογνωμική οι φυσιογνωμικές
      γενική της φυσιογνωμικής των φυσιογνωμικών
    αιτιατική τη φυσιογνωμική τις φυσιογνωμικές
     κλητική φυσιογνωμική φυσιογνωμικές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φυσιογνωμική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου φυσιογνωμικός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική physiognomonie)

Ουσιαστικό

φυσιογνωμική θηλυκό

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

φυσιογνωμική

Ομώνυμα / Ομόηχα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.