φυλακτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | φυλακτικός | η | φυλακτική | το | φυλακτικό |
| γενική | του | φυλακτικού | της | φυλακτικής | του | φυλακτικού |
| αιτιατική | τον | φυλακτικό | τη | φυλακτική | το | φυλακτικό |
| κλητική | φυλακτικέ | φυλακτική | φυλακτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | φυλακτικοί | οι | φυλακτικές | τα | φυλακτικά |
| γενική | των | φυλακτικών | των | φυλακτικών | των | φυλακτικών |
| αιτιατική | τους | φυλακτικούς | τις | φυλακτικές | τα | φυλακτικά |
| κλητική | φυλακτικοί | φυλακτικές | φυλακτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- φυλακτικός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φυλακτικός (που διατηρεί)
Επίθετο
φυλακτικός, -ή, -ό
- που φυλάσσει, που προφυλάσσει
- ※ Μετά την πρόσληψη έκτακτου φυλακτικού προσωπικού, ο αρχαιολογικός χώρος θα λειτουργεί καθημερινά εκτός Δευτέρας από τις 9:00 έως τις 16:00. (archaiologia.gr)
Μεταφράσεις
φυλακτικός
|
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | φυλακτικός | ἡ | φυλακτική | τὸ | φυλακτικόν |
| γενική | τοῦ | φυλακτικοῦ | τῆς | φυλακτικῆς | τοῦ | φυλακτικοῦ |
| δοτική | τῷ | φυλακτικῷ | τῇ | φυλακτικῇ | τῷ | φυλακτικῷ |
| αιτιατική | τὸν | φυλακτικόν | τὴν | φυλακτικήν | τὸ | φυλακτικόν |
| κλητική ὦ! | φυλακτικέ | φυλακτική | φυλακτικόν | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | φυλακτικοί | αἱ | φυλακτικαί | τὰ | φυλακτικᾰ́ |
| γενική | τῶν | φυλακτικῶν | τῶν | φυλακτικῶν | τῶν | φυλακτικῶν |
| δοτική | τοῖς | φυλακτικοῖς | ταῖς | φυλακτικαῖς | τοῖς | φυλακτικοῖς |
| αιτιατική | τοὺς | φυλακτικούς | τὰς | φυλακτικᾱ́ς | τὰ | φυλακτικᾰ́ |
| κλητική ὦ! | φυλακτικοί | φυλακτικαί | φυλακτικᾰ́ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | φυλακτικώ | τὼ | φυλακτικᾱ́ | τὼ | φυλακτικώ |
| γεν-δοτ | τοῖν | φυλακτικοῖν | τοῖν | φυλακτικαῖν | τοῖν | φυλακτικοῖν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- φυλακτικός < φυλάσσω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο
φυλακτικός, -ή, -όν
- ο φύλακας, που προφυλάσσει κάτι, που φυλάει κάτι, το επιτηρεί
- που φυλάσσει μια ανάμνηση, αρχείο
- ο προσεκτικός, ο επιφυλακτικός, ο συγκρατημένος
Πηγές
- φυλακτικός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- φυλακτικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.