φρακαρισμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | φρακαρισμένος | η | φρακαρισμένη | το | φρακαρισμένο |
| γενική | του | φρακαρισμένου | της | φρακαρισμένης | του | φρακαρισμένου |
| αιτιατική | τον | φρακαρισμένο | τη | φρακαρισμένη | το | φρακαρισμένο |
| κλητική | φρακαρισμένε | φρακαρισμένη | φρακαρισμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | φρακαρισμένοι | οι | φρακαρισμένες | τα | φρακαρισμένα |
| γενική | των | φρακαρισμένων | των | φρακαρισμένων | των | φρακαρισμένων |
| αιτιατική | τους | φρακαρισμένους | τις | φρακαρισμένες | τα | φρακαρισμένα |
| κλητική | φρακαρισμένοι | φρακαρισμένες | φρακαρισμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
Μετοχή
φρακαρισμένος, -η, -ο
- που έχει φρακάρει, που είναι ακινητοποιημένος, στριμωγμένος, σφηνωμένος
- είμαι φρακαρισμένος στην Αθηνάς και πάμε σημειωτόν/το ασανσέρ είναι φρακαρισμένο μεταξύ 2ου και 3ου ορόφου
- (μεταφορικά) που δεν μπορεί να σημειώσει πρόοδο
- νιώθω φρακαρισμένο το μυαλό μου
Μεταφράσεις
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- φρακαρισμένος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.