στριμωγμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | στριμωγμένος | η | στριμωγμένη | το | στριμωγμένο |
| γενική | του | στριμωγμένου | της | στριμωγμένης | του | στριμωγμένου |
| αιτιατική | τον | στριμωγμένο | τη | στριμωγμένη | το | στριμωγμένο |
| κλητική | στριμωγμένε | στριμωγμένη | στριμωγμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | στριμωγμένοι | οι | στριμωγμένες | τα | στριμωγμένα |
| γενική | των | στριμωγμένων | των | στριμωγμένων | των | στριμωγμένων |
| αιτιατική | τους | στριμωγμένους | τις | στριμωγμένες | τα | στριμωγμένα |
| κλητική | στριμωγμένοι | στριμωγμένες | στριμωγμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- στριμωγμένος: παθητική μετοχή του στριμώχνω
Μετοχή
στριμωγμένος, στριμωγμένη, στριμωγμένο
- που έχει στριμωχτεί, που είναι συμπιεσμένος, σφηνωμένος
- ↪Είμαι στριμωγμένος στο λεωφορείο τώρα δεν μπορώ να μιλάω στο κινητό σαν τις ψωνάρες
- ↪…βαρύ κάστρο γύρω γύρω τη βασανισμένη πολιτεία των μεταλλείων, με τα φουγάρα και τα εργοστάσια και με τα στριμωγμένα χαμόσπιτα της αργατιάς (Βάσος Δασκαλάκης για το Λαύριο, "Οι Ξεριζωμένοι")
- (μεταφορικά) που δεν έχει περιθώρια ελιγμών
- ↪Φίλε, δεν μπορώ να βοηθήσω, γιατί είμαι πολύ στριμωγμένος οικονομικά
- ↪Ο προϊστάμενος με έχει βάλει στο μάτι και είμαι στριμωγμένος (από δουλειά)
Συνώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη στριμώχνω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.