φραγκόκοτα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | φραγκόκοτα | οι | φραγκόκοτες |
| γενική | της | φραγκόκοτας | — | |
| αιτιατική | τη | φραγκόκοτα | τις | φραγκόκοτες |
| κλητική | φραγκόκοτα | φραγκόκοτες | ||
| Η δύσχρηστη γενική πληθυντικού, είτε με σταθερό τον τόνο που συνηθίζουν τα σύνθετα (όπως «αρθρίτιδα»), είτε σε -ών (όπως «θάλασσα»). | ||||
| Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Φραγκόκοτα.
Προφορά
- ΔΦΑ : /fɾaŋˈɡo.ko.ta/
- ΔΦΑ : /fɾaˈɡo.ko.ta/ (σε γρήγορο λόγο)
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φρα‐γκό‐κο‐τα
Ουσιαστικό
φραγκόκοτα θηλυκό
Συνώνυμα
- μελεαγρίδα
- κοκράνι
Μεταφράσεις
φραγκόκοτα
|
Πηγές
- φραγκόκοτα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.