φρέσκο
Νέα ελληνικά (el)

Ο Παντοκράτορας σε φρέσκο εκκλησίας στο Τολέδο.
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈfɾe.sko/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φρέ‐σκο
Ετυμολογία 1
- φρέσκο < παλαιά (άμεσο δάνειο) ιταλική fresco (δροσερό, νωπό, φρέσκο, νωπογραφία)[1]
Ουσιαστικό
φρέσκο ουδέτερο άκλιτο (ή και κλιτό)
- (ζωγραφική, αγιογραφία) η νωπογραφία, το έργο που φιλοτεχνήθηκε με τεχνική φρέσκο
- (ζωγραφική, αγιογραφία) η τεχνική της νωπογραφίας ή φρεσκογραφίας όπου τα χρώματα τοποθετούνται πάνω στο νωπό κονίαμα όπου στερεοποιούνται μαζί του καθώς αυτό στεγνώνει (επειδή στην τοιχογραφία διατηρούνται περισσότερο τα χρώματα, όσο ο τοίχος είναι υγρός, νωπός, φρέσκος, δροσερός)
- Η τεχνική φρέσκο θεωρείται ιταλική, αλλά νωπογραφίες με την ίδια τεχνική είχαμε και στην αρχαία Κνωσσό
Μεταφράσεις
Ετυμολογία 2
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | φρέσκο | τα | φρέσκα |
| γενική | του | φρέσκου | των | φρέσκων |
| αιτιατική | το | φρέσκο | τα | φρέσκα |
| κλητική | φρέσκο | φρέσκα | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
- φρέσκο < (άμεσο δάνειο) ιταλική mettere al fresco (βάζει σε δροσερό μέρος).[1] Δείτε και φρέσκος (fresco (δροσερό, νωπό, φρέσκο, νωπογραφία)
Ουσιαστικό
φρέσκο ουδέτερο
- (μεταφορικά, αργκό) η φυλακή (ίσως επειδή τα κελιά στα μοναστήρια ή στα κρατητήρια ήταν ανήλιαγα και δροσερά, οπότε ό,τι έβαζαν εκεί διετηρείτο φρέσκο)
Μεταφράσεις
φρέσκο
|
Ετυμολογία 3
- φρέσκο: κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος επιθέτου
φρέσκο
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη φρέσκος
Αναφορές
- φρέσκο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.