νωπογραφία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νωπογραφία οι νωπογραφίες
      γενική της νωπογραφίας των νωπογραφιών
    αιτιατική τη νωπογραφία τις νωπογραφίες
     κλητική νωπογραφία νωπογραφίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Νωπογραφία ψαρά από τις Κυκλάδες

Ετυμολογία

νωπογραφία < νωπός + -ο- + -γραφία (μεταφραστικό δάνειο από την ιταλική affresco[1] < a fresco)

Προφορά

ΔΦΑ : /no.po.ɣraˈfi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νωπογραφία

Ουσιαστικό

νωπογραφία θηλυκό

  1. (ζωγραφική, αγιογραφία) η μέθοδοςτεχνική ζωγραφικής φρέσκο
  2. (τέχνη, αγιογραφία) η αγιογραφία ή η τοιχογραφία που δημιουργήθηκε με την παραπάνω μέθοδο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

  1. νωπογραφία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.