αποφράζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αποφράζω < μεσαιωνική ελληνική ἀποφράζω < αρχαία ελληνική ἀποφράσσω < ἀπό + φράσσω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *bherekʷ-

Ρήμα

αποφράζω

  1. φράζω τελείως
     συνώνυμα: βουλώνω, κλείνω, στουμπώνω, ταπώνω, φράζω
  2. ανοίγω κάτι που είναι φραγμένο
     συνώνυμα: ελευθερώνω, ξεβουλώνω, ξεφράζω, ξεταπώνω, ξεστουπώνω

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.