φοιτητριούλα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | φοιτητριούλα | οι | φοιτητριούλες |
| γενική | της | φοιτητριούλας | — | |
| αιτιατική | τη | φοιτητριούλα | τις | φοιτητριούλες |
| κλητική | φοιτητριούλα | φοιτητριούλες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φοιτητριούλα < φοιτήτρι(α) + υποκοριστικό επίθημα -ούλα < φοιτητής < φοιτώ
Ουσιαστικό
φοιτητριούλα θηλυκό (αρσενικό φοιτητάκος)
- υποκοριστικό του φοιτήτρια
- (χαϊδευτικό) τρυφερά, η νεαρή φοιτήτρια
- ※ Στη φοιτητριούλα που σ’ έχει ερωτευτεί / θα σε καταγγείλω πονηρέ πολιτευτή. / Τζάμπα χαραμίζει θα πάω να της πω / το νεανικό της και αγνό ενθουσιασμό. (Διονύσης Σαββόπουλος, τραγούδι Πολιτευτής)
- (μειωτικό, ειρωνικό) που δεν ξέρει το αντικείμενό της ακόμα καλά
- ↪Σιγά μην τους εμπιστευτώ, αυτοί δεν έχουν πάρει ούτε το πτυχίο τους ακόμα, είναι ειδικευόμενοι και φοιτητριούλες
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη φοιτώ
Μεταφράσεις
φοιτητριούλα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.