φοιτηταριό

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φοιτηταριό τα φοιτηταριά
      γενική του φοιτηταριού των φοιτηταριών
    αιτιατική το φοιτηταριό τα φοιτηταριά
     κλητική φοιτηταριό φοιτηταριά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φοιτηταριό < φοιτητ(ής) + -αριό

Ουσιαστικό

φοιτηταριό ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.