φλεβοτόμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φλεβοτόμος οι φλεβοτόμοι
      γενική του φλεβοτόμου των φλεβοτόμων
    αιτιατική τον φλεβοτόμο τους φλεβοτόμους
     κλητική φλεβοτόμε φλεβοτόμοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φλεβοτόμος < αρχαία ελληνική φλεβοτόμος (νυστέρι) < φλέψ + -τόμος (τέμνω)

Ουσιαστικό

φλεβοτόμος αρσενικό

  1. είδος νυστεριού για τη φλεβοτομία
  2. γένος δίπτερων εντόμων μερικά από τα οποία μπορούν να μεταδώσουν λοιμώδεις νόσους

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.