phlébotome
Γαλλικά (fr)
Προφορά
- ΔΦΑ : /fle.bɔ.tɔm/
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| phlébotome | phlébotomes |
phlébotome (fr) αρσενικό
- φλεβοτόμος, είδος νυστεριού για τη φλεβοτομία
- φλεβοτόμος, γένος δίπτερων εντόμων μερικά από τα οποία μπορούν να μεταδώσουν λοιμώδεις νόσους
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.