θρυαλλίδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η θρυαλλίδα οι θρυαλλίδες
      γενική της θρυαλλίδας των θρυαλλίδων
    αιτιατική τη θρυαλλίδα τις θρυαλλίδες
     κλητική θρυαλλίδα θρυαλλίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

θρυαλλίδα < αρχαία ελληνική θρυαλλίς < αρχαία ελληνική θρύον «καλάμι, βούρλο» + -αλλίς

Ουσιαστικό

θρυαλλίδα θηλυκό

  1. το φιτίλι που πυροδοτεί έναν εκρηκτικό μηχανισμό
  2. (μεταφορικά) αφορμή, το γεγονός που πυροδοτεί καταστροφικές εξελίξεις

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.