φιμώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

φιμώνω < αρχαία ελληνική φιμόω / φιμῶ

Ρήμα

φιμώνω (παθητική φωνή: φιμώνομαι)

  1. κλείνω το στόμα ζώου με φίμωτρο, ώστε να μη μπορεί να δαγκώσει
    Όταν επιβιβαζόμαστε με το σκύλο μας σε λεωφορείο, πρέπει κανονικά να τον φιμώνουμε.
  2. κλείνω το στόμα ανθρώπου με ταινία, με το χέρι ή με άλλο μέσο για να μην μπορεί να διαμαρτυρηθεί
    Οι ληστές φίμωσαν το γεροντάκι για να μη φωνάζει.
  3. (μεταφορικά) επιβάλλω σε άνθρωπο τη σιωπή ή ελέγχω όσα λέει, τον λογοκρίνω
    Δεν θα με φιμώσετε με τις απειλές σας.
    Και η πιο ήπια λογοκρισία συνιστά προηγούμενο που μελλοντικά θα διευκολύνει την οποιαδήποτε εξουσία να φιμώνει τον Τύπο.

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.