φίμωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φίμωση οι φιμώσεις
      γενική της φίμωσης* των φιμώσεων
    αιτιατική τη φίμωση τις φιμώσεις
     κλητική φίμωση φιμώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, φιμώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φίμωση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή φίμω(σις) + -ση

Ουσιαστικό

φίμωση θηλυκό

  1. η ενέργεια του φιμώνω
  2. η στέρηση της δυνατότητας σε κάποιον να μιλήσει
  3. (ιατρική) η αδυναμία αποκάλυψης της βαλάνου με έλξη της ακροποσθίας

Εκφράσεις

  • η φίμωση του τύπου (λογοκρισία) που επιχειρείται στα έντυπα μέσα από ολοκληρωτικά ή δικτατορικά καθεστώτα και όχι μόνο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.