φιμώνομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

φιμώνομαι: παθητική φωνή του ρήματος φιμώνω

Ρήμα

φιμώνομαι

  1. με φιμώνουν, μου κλείνουν το στόμα στη διάρκεια ληστείας ή άλλης εγκληματικής ενέργειας
    Κρατούσαν τη γυναίκα φιμωμένη σε όλη τη διάρκεια της ληστείας
  2. κάποιος μου αφαιρεί το λόγο ή ελέγχει όσα προτίθεμαι να πω, με λογοκρίνει
    Η αλήθεια δεν φιμώνεται'

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.