φιμώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- φιμώνομαι: παθητική φωνή του ρήματος φιμώνω
Ρήμα
φιμώνομαι
- με φιμώνουν, μου κλείνουν το στόμα στη διάρκεια ληστείας ή άλλης εγκληματικής ενέργειας
- Κρατούσαν τη γυναίκα φιμωμένη σε όλη τη διάρκεια της ληστείας
- κάποιος μου αφαιρεί το λόγο ή ελέγχει όσα προτίθεμαι να πω, με λογοκρίνει
- Η αλήθεια δεν φιμώνεται'
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη φιμώνω
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | φιμώνομαι | φιμωνόμουν(α) | θα φιμώνομαι | να φιμώνομαι | ||
| β' ενικ. | φιμώνεσαι | φιμωνόσουν(α) | θα φιμώνεσαι | να φιμώνεσαι | (φιμώνου) | |
| γ' ενικ. | φιμώνεται | φιμωνόταν(ε) | θα φιμώνεται | να φιμώνεται | ||
| α' πληθ. | φιμωνόμαστε | φιμωνόμαστε φιμωνόμασταν |
θα φιμωνόμαστε | να φιμωνόμαστε | ||
| β' πληθ. | φιμώνεστε | φιμωνόσαστε φιμωνόσασταν |
θα φιμώνεστε | να φιμώνεστε | (φιμώνεστε) | |
| γ' πληθ. | φιμώνονται | φιμώνονταν φιμωνόντουσαν |
θα φιμώνονται | να φιμώνονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | φιμώθηκα | θα φιμωθώ | να φιμωθώ | φιμωθεί | ||
| β' ενικ. | φιμώθηκες | θα φιμωθείς | να φιμωθείς | φιμώσου | ||
| γ' ενικ. | φιμώθηκε | θα φιμωθεί | να φιμωθεί | |||
| α' πληθ. | φιμωθήκαμε | θα φιμωθούμε | να φιμωθούμε | |||
| β' πληθ. | φιμωθήκατε | θα φιμωθείτε | να φιμωθείτε | φιμωθείτε | ||
| γ' πληθ. | φιμώθηκαν φιμωθήκαν(ε) |
θα φιμωθούν(ε) | να φιμωθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω φιμωθεί | είχα φιμωθεί | θα έχω φιμωθεί | να έχω φιμωθεί | φιμωμένος | |
| β' ενικ. | έχεις φιμωθεί | είχες φιμωθεί | θα έχεις φιμωθεί | να έχεις φιμωθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει φιμωθεί | είχε φιμωθεί | θα έχει φιμωθεί | να έχει φιμωθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε φιμωθεί | είχαμε φιμωθεί | θα έχουμε φιμωθεί | να έχουμε φιμωθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε φιμωθεί | είχατε φιμωθεί | θα έχετε φιμωθεί | να έχετε φιμωθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν φιμωθεί | είχαν φιμωθεί | θα έχουν φιμωθεί | να έχουν φιμωθεί | ||
Μεταφράσεις
φιμώνομαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.