κρήδεμνον

Αρχαία ελληνικά (grc)

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

κρήδεμνον < αρχαία ελληνική κρη- κάρα και το ρήμα δέω  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

κρήδεμνον ουδέτερο

  1. κεφαλόδεσμος
      <κάραννος>· κεκρύφαλος. κρήδεμνον. ἢ ἔριφος. ἢ ζημία ( Ἡσύχιος (5ος αιώνας κε), Γλῶσσαι, Κ)
      κρήδεμνον λέγεται παρὰ τὸ κάρη καὶ δέμω τὸ κατεσκευασμένον καὶ πεποιημένον εἰς κεφαλὴν τῶν νέων (Αἴλιος Ἡρωδιανός, Γραμματικός, Herodiani Technici Reliquiae έκδοση Teubner, 1867 @books.google
  2. (στον πληθυντικό) επάλξεις τειχών
    Τρίης κρήδεμνα (τα τείχη της Τροίας: στον Όμηρο)

  • κράδεμνον (δωρικός τύπος)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.