κρήδεμνον
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ λείπει η κλίση
Ετυμολογία
- κρήδεμνον < αρχαία ελληνική κρη- κάρα και το ρήμα δέω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
κρήδεμνον ουδέτερο
- κεφαλόδεσμος
- ※ <κάραννος>· κεκρύφαλος. κρήδεμνον. ἢ ἔριφος. ἢ ζημία (⌘ Ἡσύχιος (5ος αιώνας κε), Γλῶσσαι, Κ)
- ※ κρήδεμνον λέγεται παρὰ τὸ κάρη καὶ δέμω τὸ κατεσκευασμένον καὶ πεποιημένον εἰς κεφαλὴν τῶν νέων (Αἴλιος Ἡρωδιανός, Γραμματικός, Herodiani Technici Reliquiae έκδοση Teubner, 1867 @books.google
- (στον πληθυντικό) επάλξεις τειχών
- Τρίης κρήδεμνα (τα τείχη της Τροίας: στον Όμηρο)
- κράδεμνον (δωρικός τύπος )
Πηγές
- κρήδεμνον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κρήδεμνον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.