φαρυγγολαρυγγίτιδα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | φαρυγγολαρυγγίτιδα | οι | φαρυγγολαρυγγίτιδες |
| γενική | της | φαρυγγολαρυγγίτιδας | των | φαρυγγολαρυγγίτιδων |
| αιτιατική | τη | φαρυγγολαρυγγίτιδα | τις | φαρυγγολαρυγγίτιδες |
| κλητική | φαρυγγολαρυγγίτιδα | φαρυγγολαρυγγίτιδες | ||
| Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φαρυγγολαρυγγίτιδα < φαρυγγῖτις + λαρυγγῖτις, μορφολογικά αναλύεται φάρυγγ(ας) + -ο- + λάρυγγ(ας) + -ίτιδα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Μεταφράσεις
φαρυγγολαρυγγίτιδα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.