ρινοφαρυγγίτιδα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ρινοφαρυγγίτιδα | οι | ρινοφαρυγγίτιδες |
| γενική | της | ρινοφαρυγγίτιδας | των | ρινοφαρυγγίτιδων |
| αιτιατική | τη | ρινοφαρυγγίτιδα | τις | ρινοφαρυγγίτιδες |
| κλητική | ρινοφαρυγγίτιδα | ρινοφαρυγγίτιδες | ||
| Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ρινοφαρυγγίτιδα < ρινοφάρυγγας + -ίτιδα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Μεταφράσεις
ρινοφαρυγγίτιδα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.