κακολογώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κακολογώ < αρχαία ελληνική κακολογέω / κακολογῶ < κακός + λέγω

Προφορά

ΔΦΑ : /ka.ko.loˈɣo/

Ρήμα

κακολογώ (παθητική φωνή: κακολογούμαι)

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.