φαρμακεία
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /faɾ.maˈci.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φαρ‐μα‐κεί‐α
Ετυμολογία 1
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | φαρμακεία | οι | φαρμακείες |
| γενική | της | φαρμακείας | των | φαρμακειών |
| αιτιατική | τη | φαρμακεία | τις | φαρμακείες |
| κλητική | φαρμακεία | φαρμακείες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
- φαρμακεία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φαρμακεία
Ουσιαστικό
φαρμακεία θηλυκό
- η εγκληματική ενέργεια της χορήγησης δηλητηρίου σε κάποιον με σκοπό το θάνατό του
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη φάρμακο
Μεταφράσεις
φαρμακεία
|
|
Ετυμολογία 2
- φαρμακεία: κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
φαρμακεία ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του φαρμακείο
- παλιά πολυτονική γραφή προ 1982: φαρμακεῖα
Πηγές
- φαρμακεία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- φαρμακεία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | φαρμακείᾱ | αἱ | φαρμακεῖαι |
| γενική | τῆς | φαρμακείᾱς | τῶν | φαρμακειῶν |
| δοτική | τῇ | φαρμακείᾳ | ταῖς | φαρμακείαις |
| αιτιατική | τὴν | φαρμακείᾱν | τὰς | φαρμακείᾱς |
| κλητική ὦ! | φαρμακείᾱ | φαρμακεῖαι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | φαρμακείᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | φαρμακείαιν | ||
| 1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'χώρα' όπως «χώρα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
→ ζητούμενο λήμμα
Πηγές
- φαρμακεία - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- φαρμακεία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.