φανφάρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | φανφάρα | οι | φανφάρες |
| γενική | της | φανφάρας | των | φανφαρών |
| αιτιατική | τη | φανφάρα | τις | φανφάρες |
| κλητική | φανφάρα | φανφάρες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φανφάρα < ιταλική fanfara (σάλπισμα)
Ουσιαστικό
φανφάρα θηλυκό
- σύντομο μουσικό κομμάτι που είναι γραμμένο για να εκετελεστεί από χάλκινα πνευστά όργανα (τρομπέτες κ.ά.) και προορίζεται να ακουστεί σε κάποια γιορτή ή πανηγύρι
- Η φανφάρα γράφεται στους φυσικούς αρμονικούς φθόγγους της σάλπιγγας
- μπάντα ή ορχήστρα που απαρτίζεται κυρίως από σαλπιγκτές
- Μπροστά πήγαινε η εικόνα, πίσω η φανφάρα και πιο πίσω οι πιστοί
- (μεταφορικά) ο πομπώδης λόγος πολιτικού ή γενικά ο κομπασμός και ο άτοπος στόμφος ενός (συν)ομιλητή
- Άσε τις φανφάρες και λέγε τώρα τι θα κάνουμε, γιατί καιγόμαστε
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.