φανφαρονισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φανφαρονισμός οι φανφαρονισμοί
      γενική του φανφαρονισμού των φανφαρονισμών
    αιτιατική τον φανφαρονισμό τους φανφαρονισμούς
     κλητική φανφαρονισμέ φανφαρονισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φανφαρονισμός < φανφαρόνος

Ουσιαστικό

φανφαρονισμός αρσενικό

  1. ο επουσιωδης κομπασμός, τα μεγάλα λόγια χωρίς αντίκρυσμα ουσίας τα οποία εκφέρονται για λόγους εντυπωσιασμού, ο πομπώδης προφορικός λόγος
  2. η γενικότερη συμπεριφορά που συνάδει με τον προφορικό φανφαρονισμό, αυτή που επιδώκει τον απλοϊκό εντυπωσιασμό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.