φανφαρόνος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | φανφαρόνος | οι | φανφαρόνοι |
| γενική | του | φανφαρόνου | των | φανφαρόνων |
| αιτιατική | τον | φανφαρόνο | τους | φανφαρόνους |
| κλητική | φανφαρόνε | φανφαρόνοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φανφαρόνος < (άμεσο δάνειο) ιταλική fanfarone < ισπανική fanfarrón
Ουσιαστικό
φανφαρόνος, φαμφαρόνος αρσενικό (θηλυκό: φανφαρόνα)
Συνώνυμα
Συγγενικά
- φανφαρονικός
- φανφαρονισμός
- φανφαρονίστικος
- φανφάρα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.