σαλπιγκτής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | σαλπιγκτής | οι | σαλπιγκτές |
| γενική | του | σαλπιγκτή | των | σαλπιγκτών |
| αιτιατική | τον | σαλπιγκτή | τους | σαλπιγκτές |
| κλητική | σαλπιγκτή | σαλπιγκτές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σαλπιγκτής < σαλπίζω
Ουσιαστικό
σαλπιγκτής αρσενικό

απεικόνιση σαλπιγκτή
- αυτός που σαλπίζει
- ο στρατιώτης που σαλπίζει παραγγέλματα (π.χ. έγερσης, ανάπαυσης, ασκήσεις) με τη σάλπιγγα
- (μεταφορικά) αυτός που διακηρύσσει κάτι σημαντικό
- σαλπιγκτής ειρήνης
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.