φαντασμαγορικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φαντασμαγορικός η φαντασμαγορική το φαντασμαγορικό
      γενική του φαντασμαγορικού της φαντασμαγορικής του φαντασμαγορικού
    αιτιατική τον φαντασμαγορικό τη φαντασμαγορική το φαντασμαγορικό
     κλητική φαντασμαγορικέ φαντασμαγορική φαντασμαγορικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φαντασμαγορικοί οι φαντασμαγορικές τα φαντασμαγορικά
      γενική των φαντασμαγορικών των φαντασμαγορικών των φαντασμαγορικών
    αιτιατική τους φαντασμαγορικούς τις φαντασμαγορικές τα φαντασμαγορικά
     κλητική φαντασμαγορικοί φαντασμαγορικές φαντασμαγορικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

φαντασμαγορικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική fantasmagorique < fantasmagorie < αρχαία ελληνική φάντασμα (< φαντάζω < φαίνω) + allégorie (< αρχαία ελληνική ἀλληγορία)

Επίθετο

φαντασμαγορικός

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.