θεαματικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | θεαματικός | η | θεαματική | το | θεαματικό |
| γενική | του | θεαματικού | της | θεαματικής | του | θεαματικού |
| αιτιατική | τον | θεαματικό | τη | θεαματική | το | θεαματικό |
| κλητική | θεαματικέ | θεαματική | θεαματικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | θεαματικοί | οι | θεαματικές | τα | θεαματικά |
| γενική | των | θεαματικών | των | θεαματικών | των | θεαματικών |
| αιτιατική | τους | θεαματικούς | τις | θεαματικές | τα | θεαματικά |
| κλητική | θεαματικοί | θεαματικές | θεαματικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
θεαματικός, -ή, -ό
- που εντυπωσιάζει όταν τον βλέπεις, που προσφέρει ωραίο θέαμα
- ο επιθετικός με μια θεαματική ατομική προσπάθεια προσπέρασε τρεις αμυντικούς και έβαλε γκολ
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
θεαματικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.