πουρμπουάρ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- πουρμπουάρ < απροσάρμοστο λόγιο δάνειο από τη γαλλική pourboire < φράση pour (για) boire (να πίνω)
Προφορά
- ΔΦΑ : /puɾ.buˈaɾ/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πουρ‐μπου‐άρ
Ουσιαστικό
πουρμπουάρ ουδέτερο άκλιτο
- το φιλοδώρημα
- (μεταφορικά) η δωροδοκία, ο χρηματισμός
- → δείτε και μίζα
Μεταφράσεις
πουρμπουάρ
|
Πηγές
- πουρμπουάρ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- πουρμπουάρ - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.