φαιδρυντικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | φαιδρυντικός | η | φαιδρυντική | το | φαιδρυντικό |
| γενική | του | φαιδρυντικού | της | φαιδρυντικής | του | φαιδρυντικού |
| αιτιατική | τον | φαιδρυντικό | τη | φαιδρυντική | το | φαιδρυντικό |
| κλητική | φαιδρυντικέ | φαιδρυντική | φαιδρυντικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | φαιδρυντικοί | οι | φαιδρυντικές | τα | φαιδρυντικά |
| γενική | των | φαιδρυντικών | των | φαιδρυντικών | των | φαιδρυντικών |
| αιτιατική | τους | φαιδρυντικούς | τις | φαιδρυντικές | τα | φαιδρυντικά |
| κλητική | φαιδρυντικοί | φαιδρυντικές | φαιδρυντικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- φαιδρυντικός < αρχαία ελληνική φαιδρύνω (λαμπρύνω, φέρνω χαρά)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.