φαιδρότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | φαιδρότητα | οι | φαιδρότητες |
| γενική | της | φαιδρότητας | των | φαιδροτήτων |
| αιτιατική | τη | φαιδρότητα | τις | φαιδρότητες |
| κλητική | φαιδρότητα | φαιδρότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φαιδρότητα < αρχαία ελληνική φαιδρότης < φαιδρός
Ουσιαστικό
φαιδρότητα θηλυκό
- η ελαφρότητα, η χαρά, η ευθυμία
- η γελοιότητα, το ανάρμοστο και ανόητο αστείο
- Άσε τις φαιδρότητες να σοβαρευτούμε
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.